- αστεροσκοπία
- η (AM ἀστεροσκοπία) [αστεροσκόπος]η παρατήρηση και μελέτη των άστρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀστεροσκοπία — ἀστεροσκοπίᾱ , ἀστεροσκοπία watch the stars fem nom/voc/acc dual ἀστεροσκοπίᾱ , ἀστεροσκοπία watch the stars fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεροσκοπίᾳ — ἀστεροσκοπίᾱͅ , ἀστεροσκοπία watch the stars fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεροσκοπίαι — ἀστεροσκοπίᾱͅ , ἀστεροσκοπία watch the stars fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεροσκοπίαν — ἀστεροσκοπίᾱν , ἀστεροσκοπία watch the stars fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)